Η τελευταία πράξη της Μεγάλης Στρατιάς και το χαμένο ρωσικό στοίχημα




Η Ιστορία δεν γράφεται με τα «αν». Κι όμως, υπάρχουν στιγμές όπου ένα λάθος, μια καθυστέρηση ή μια λανθασμένη εκτίμηση μπορούν να αλλάξουν την πορεία ολόκληρων ηπείρων. Ένα τέτοιο σημείο καμπής υπήρξε ο ποταμός Μπερεζίνα, τον Νοέμβριο του 1812, όταν ο Ναπολέων Βοναπάρτης, κυνηγημένος από τον ρωσικό στρατό, κατάφερε να διαφύγει την ολοκληρωτική καταστροφή. Οι Ρώσοι είχαν την ευκαιρία να τερματίσουν την κυριαρχία του στην Ευρώπη τρία χρόνια πριν το Βατερλώ. Μα δεν τα κατάφεραν.

Η αρχή του τέλους

Μετά την είσοδό του στη Μόσχα τον Σεπτέμβριο του 1812, ο Ναπολέων είχε πιστέψει ότι ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄ θα συνθηκολογούσε. Αντίθετα, η Μόσχα πυρπολήθηκε, ο χειμώνας πλησίαζε και η εφοδιαστική γραμμή της Μεγάλης Στρατιάς κατέρρεε. Ο Γάλλος Αυτοκράτορας αναγκάστηκε να διατάξει υποχώρηση, οδηγώντας το πιο ένδοξο στράτευμα της Ευρώπης σε μια πορεία θανάτου μέσα στην παγωμένη ρωσική στέπα.

Από το μισό εκατομμύριο στρατιώτες που είχαν περάσει τα ρωσοπολωνικά σύνορα τον Ιούνιο, λιγότεροι από 50.000 έμεναν μάχιμοι στις αρχές Νοεμβρίου. Οι υπόλοιποι είχαν πεθάνει από την πείνα, το ψύχος, τις επιθέσεις των Κοζάκων ή την εξάντληση. Οι τραυματίες και οι άμαχοι που ακολουθούσαν το στρατόπεδο σχημάτιζαν μια απέραντη πομπή δυστυχίας — μια κινούμενη τραγωδία πάνω στο χιόνι.
Ο Ναπολέων ήξερε πως η μόνη του ελπίδα ήταν να φτάσει στα λιθουανικά εδάφη της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, όπου ο τοπικός πληθυσμός ήταν πιο φιλικός. Μα ανάμεσά του και στη σωτηρία υψωνόταν ένα φυσικό εμπόδιο: ο ποταμός Μπερεζίνα. Πίσω του, τον καταδίωκαν τρεις ρωσικές στρατιές με σκοπό να τον περικυκλώσουν και να τον αιχμαλωτίσουν.

Η ρωσική παγίδα

Οι Ρώσοι διοικητές — ο Στρατάρχης Μιχαήλ Κουτούζοφ, ο ναύαρχος Πάβελ Τσιτσαγκόφ και ο στρατηγός Πιότρ Βιτγκενστάιν — συντόνιζαν τα στρατεύματά τους για να κλείσουν κάθε δίοδο διαφυγής. Από τον νότο πλησίαζε ο Τσιτσαγκόφ με τη Στρατιά του Δούναβη, από τον βορρά ο Βιτγκενστάιν, και από τα μετόπισθεν ακολουθούσε ο Κουτούζοφ με το κύριο σώμα του στρατού. Ο Ναπολέων φαινόταν παγιδευμένος.

Ο Τσιτσαγκόφ έφτασε πρώτος και κατέλαβε το Μινσκ και έπειτα το Μπορίσοφ, την πόλη απ’ όπου περνούσε η κύρια διάβαση του ποταμού. Η παγίδα έμοιαζε να κλείνει. Οι διαταγές του Τσάρου ήταν σαφείς: «Κάθε στρατιώτης του Ναπολέοντα πρέπει να πνιγεί στη Μπερεζίνα. Ο Αυτοκράτορας να συλληφθεί ζωντανός».
Αν οι τρεις ρωσικές στρατιές είχαν κατορθώσει να συντονιστούν, ο Ναπολέων θα είχε καταστραφεί ολοκληρωτικά. Όμως, η τύχη και η ιδιοφυΐα του τον έσωσαν για ακόμη μία φορά.

Το τέχνασμα του Αυτοκράτορα

Φτάνοντας στο Μπορίσοφ στις 25 Νοεμβρίου, ο Ναπολέων διαπίστωσε πως οι γέφυρες είχαν καταστραφεί και η δυτική όχθη φυλασσόταν από τους Ρώσους. Τότε συνέλαβε ένα τολμηρό σχέδιο. Θα προσποιούνταν ότι θα διέβαινε τον ποταμό νότια της πόλης, ώστε να παρασύρει τον εχθρό, ενώ στην πραγματικότητα θα περνούσε βόρεια, κοντά στο μικρό χωριό Στουντιάνκα.

Η παραπλάνηση πέτυχε. Ο Τσιτσαγκόφ, πιστεύοντας πως ο εχθρός θα επιχειρούσε τη διάβαση στο νότο, μετέφερε εκεί τις κύριες δυνάμεις του, αφήνοντας μόνο έναν λόχο στη Στουντιάνκα. Το ξημέρωμα της 26ης Νοεμβρίου, οι Γάλλοι μηχανικοί έπεσαν στα παγωμένα νερά για να κατασκευάσουν δύο πρόχειρες γέφυρες. Ο συνταγματάρχης Μαρσελέν Μαρμπό θυμόταν αργότερα:
«Αυτοί οι γενναίοι άνδρες δούλεψαν γυμνοί μέσα στον πάγο επί επτά ώρες, χωρίς φαγητό, χωρίς φωτιά, χωρίς σταγόνα βότκας. Σχεδόν όλοι χάθηκαν».
Το βράδυ, οι γέφυρες στάθηκαν όρθιες. Οι πρώτες γαλλικές μονάδες πέρασαν στην απέναντι όχθη, ενώ ο ίδιος ο Ναπολέων επέβλεπε τη διάβαση μέσα σε απόλυτη σιωπή. Από τους 29.000 στρατιώτες του, περίπου 19.000 κατάφεραν να περάσουν.

Η κόλαση της Μπερεζίνα

Στις 27 και 28 Νοεμβρίου, οι Ρώσοι κατάλαβαν το λάθος τους. Τα στρατεύματα του Βιτγκενστάιν από τον βορρά και του Κουτούζοφ από τα ανατολικά επιτέθηκαν λυσσαλέα στις γαλλικές θέσεις, ενώ ο Τσιτσαγκόφ έφτασε αργά, από την αντίπερα όχθη. Η μάχη μετατράπηκε σε σφαγή.

Η όχθη γέμισε τραυματίες, άμαχους και κατεστραμμένα άρματα. Ο αξιωματικός Καρλ φον Σουκόου περιέγραφε τη φρίκη:
«Τι πιο τρομερό από το να περπατάς πάνω σε τραυματίες που χαροπαλεύουν, να σε αρπάζουν από τα πόδια τους ζητώντας βοήθεια;»
Το πρωί της 29ης Νοεμβρίου, οι γέφυρες κάηκαν για να αποτραπεί η διάβαση των Ρώσων. Χιλιάδες Γάλλοι που δεν είχαν προλάβει να περάσουν εγκαταλείφθηκαν στο έλεος των Κοζάκων. Περίπου 50.000 άνδρες χάθηκαν συνολικά — νεκροί, τραυματίες, αιχμάλωτοι ή πνιγμένοι. 

Οι ρωσικές απώλειες έφτασαν τις 8.000.
Η «Μεγάλη Στρατιά» είχε πάψει να υπάρχει. Ο Ναπολέων, ωστόσο, είχε επιβιώσει. Με όσους άνδρες του απέμεναν, έφτασε στο Βίλνο (σημερινό Βίλνιους) και από εκεί αναχώρησε για το Παρίσι, αφήνοντας πίσω του τα απομεινάρια ενός ονείρου που είχε ξεκινήσει ως εκστρατεία δόξας και κατέληξε σε εφιάλτη.

Γιατί απέτυχαν οι Ρώσοι

Η αποτυχία της ρωσικής διοίκησης να συλλάβει τον Ναπολέοντα οφείλεται σε σειρά παραγόντων. Ο Κουτούζοφ, κουρασμένος και επιφυλακτικός, φοβόταν ότι ο Αυτοκράτορας ετοίμαζε κάποια παγίδα. Ο Τσιτσαγκόφ δεν είχε εμπειρία σε επιχειρήσεις ξηράς και κινήθηκε με αργούς ρυθμούς. Ο Βιτγκενστάιν, αν και μαχητικός, δεν έλαβε έγκαιρα ενισχύσεις. Η έλλειψη συντονισμού, οι κακές επικοινωνίες και η υπεροχή του Ναπολέοντα στη στρατηγική εξαπάτηση έκριναν το αποτέλεσμα.

Αν οι Ρώσοι είχαν καταφέρει να τον συλλάβουν, η ευρωπαϊκή Ιστορία ίσως να είχε αλλάξει ριζικά. Η Πρωσία και η Αυστρία πιθανότατα θα είχαν κινηθεί εναντίον της Γαλλίας νωρίτερα, η αυτοκρατορική κυριαρχία του Ναπολέοντα θα είχε τερματιστεί το 1812 και εκατοντάδες χιλιάδες ζωές θα είχαν σωθεί. Όμως, όπως λένε οι ιστορικοί, η Ιστορία δεν γνωρίζει υποθέσεις· γνωρίζει μόνο γεγονότα.

Η σημασία της Μπερεζίνα

Η λέξη «Μπερεζίνα» μπήκε στο γαλλικό λεξικό ως συνώνυμο της απόλυτης καταστροφής. Ωστόσο, για τον Ναπολέοντα, η διάβαση εκείνη ήταν ταυτόχρονα τραγωδία και επίτευγμα: μέσα σε χαοτικές συνθήκες, κατόρθωσε να διασώσει το επιτελείο του και να διαφύγει από μια τέλεια περικύκλωση. Ήταν η τελευταία πράξη της Μεγάλης Στρατιάς, αλλά και η αρχή του τέλους του ίδιου.

Τρία χρόνια αργότερα, στο Βατερλώ, η Ευρώπη θα έβαζε οριστικά τέλος στην εποχή του. Όμως ο απόηχος της Μπερεζίνα θα παρέμενε — μια υπενθύμιση ότι ακόμα και μέσα στην πανωλεθρία, η ευφυΐα και η τύχη μπορούν να χαρίσουν επιβίωση, αν όχι νίκη.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια