Πόσο απέχουμε από την ενεργειακή αυτονομία της Ευρώπης
14 Μαρτίου
Οι διεθνείς εξελίξεις του Φεβρουαρίου του 2022 με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, έφεραν ταχύτατα στο προσκήνιο της Ευρωπαϊκής ατζέντας το ζήτημα της ενεργειακής αυτονομίας της Ένωσης, το οποίο θεωρείται κατά κοινή παραδοχή μείζονα προτεραιότητα. Η κατακόρυφη μείωση, δηλαδή, των παροχών πετρελαίου, φυσικού αερίου και ορυκτών καυσίμων εν γένει από τη Ρωσία προς την Ευρωπαϊκή Ένωση σε συνδυασμό με τις υψηλές ενεργειακές ανάγκες του χειμώνα του 2022-2023, έχουν ως αποτέλεσμα την ανησυχία των ιθυνόντων της Ένωσης, των κυβερνήσεων των κρατών-μελών, των επιχειρήσεων και των καταναλωτών.
Σε μία προσπάθεια αποφυγής των βαρύτατων συνεπειών της ενεργειακής κρίσης, επιστήμονες σε συνεργασία με τα αρμόδια όργανα της Ε.Ε. καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για τη μετάβαση σε μία “πράσινη” εποχή, όπου η Ευρώπη δεν θα στηρίζεται σε σε τρίτα κράτη για να ανταπεξέλθει στις δικές της ενεργειακές ανάγκες, αλλά θα είναι αυτάρκης. Ασφαλώς, κάτι τέτοιο δεν πραγματοποιείται εν μία νυκτί και έτσι οι λύσεις που προτείνονται διακρίνονται ως προς τον χρονικό ορίζοντα στον οποίο θα (πρέπει να) πραγματοποιηθούν. Στην παρούσα ανάλυση, λοιπόν, θα ακολουθηθεί η προαναφερθείσα ταξινόμηση αφού πρώτα γίνει εκτενής και επαρκής παράθεση των τωρινών δεδομένων και στατιστικών στοιχείων σχετικά με την αγορά των ορυκτών καυσίμων, της πυρηνικής ενέργειας καθώς και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Τέλος, θα δοθεί απάντηση στο ερώτημα που αναγράφεται στον τίτλο της παρούσας έρευνας σύμφωνα με τα όσα έχουν καταγραφεί.
Ορυκτά Καύσιμα: Εισαγωγές, αποθήκευση, κατανάλωση
Η Ευρωπαϊκή Ένωση κατά το δεύτερο και τρίτο τετράμηνο του 2022 αύξησε κατακόρυφα τις εισαγωγές της σε ορυκτά καύσιμα, όπως δείχνουν οι σχετικές μετρήσεις της EUROSTAT. Οι εισαγωγές προέρχονται τόσο από τους αγωγούς που έχουν αναπτυχθεί με τους γείτονες της (Turk Stream, Ukrainian pipeline, Yamal Stream, Blue Stream), όσο και από κράτη εκτός της περιφέρειάς της, όπως οι Η.Π.Α., το Αζερμπαϊτζάν και ο Καναδάς. Συγκεκριμένα, η εξάρτηση των χωρών από ακατέργαστο πετρέλαιο και φυσικό αέριο αποτυπώνεται ευκρινέστερα στην Ολλανδία, η οποία αύξησε τις εισαγωγές της κατά 58% σε σύγκριση με τους πρώτους μήνες του 2022 και τους τελευταίους του 2021 (Storage Database, 2021). Στην περίπτωση της Δανίας και της Σλοβακίας επικρατούν ποσοστά αύξησης της τάξεως του 108% και 38% αντίστοιχα. Τη λίστα συμπληρώνουν μεταξύ άλλων η Γαλλία (3%), η Ισπανία (2%) και η Γερμανία (1%). Ενδιαφέρον είναι ότι σε απόλυτους όρους της κλίμακας δισεκατομμυρίων κυβικών λίτρων πετρελαίου και φυσικού αερίου ανά χώρα, η Γερμανία, η Ιταλία, η Γαλλία, η Ισπανία, το Βέλγιο και η Πολωνία εισήγαγαν περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη χώρα (Market Analysis, 2022). Αυτό καθιστά σαφές πως οι παραδοσιακοί και σταθεροί πελάτες ορυκτών καυσίμων έχουν τεράστιες ανάγκες στο εσωτερικό τους, πλην όμως βρίσκονται αντιμέτωποι με το ζήτημα της αποθήκευσης αυτών των ποσοτήτων πάντα σύμφωνα με το Aggregated Gas Storage Inventory (AGSI).
Σύμφωνα, λοιπόν, με την ίδια πηγή το δεύτερο τέταρτο κάθε ημερολογιακού έτους είναι η περίοδος κατά την οποία ξεκινά η αποθήκευση των ορυκτών καυσίμων. Φέτος, η ρωσο-ουκρανική κρίση, ώθησε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή να εκδώσει οδηγία για υποχρεωτική αύξηση της ταχύτητας γεμίσματος των ευρωπαϊκών δεξαμενών με στόχο αυτές να έχουν προσεγγίσει 80% πληρότητα μέχρι και την 1η Νοεμβρίου του 2022. Τα κράτη-μέλη ανταποκρίθηκαν, όπως μπορεί να παρατηρήσει κανείς κοιτώντας τα σχετικά ποσοστά του AGSI. Στις 31 Μαρτίου 2022, το μέσο ποσοστό του ρυθμού πλήρωσης των δεξαμενών έφτασε το 26,3%, στις 30 Ιουνίου 2022 το 58% και τον Αύγουστο το 75%. Τα υψηλότερα εθνικά ποσοστά κατά την εξεταζόμενη περίοδο αφορούν στην Πορτογαλία (100%), την Πολωνία (97,4%) και τη Δανία (79,2%) (Storage Database, 2021). Χώρες όπως οι προαναφερθείσες οδηγούν στη διαπίστωση πως χρήζει άμεσης αντιμετώπισης το ζήτημα κατασκευής νέων δεξαμενών.
Ένας εξαιρετικά σημαντικός τομέας που αξίζει να αναπτυχθεί προκειμένου να υπάρξει πλήρης εικόνα της αγοράς του πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα είναι η κατανάλωσή τους σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ενδεικτικά τα ποσοστά μέσης κατανάλωσης των κρατών-μελών παρουσιάζουν σημαντική πτώση σε σχέση με εκείνα του προηγούμενου έτους και συγκεκριμένα της τάξεως του 16% (Απρίλιος – Αύγουστος) (Data Overview / Graphs – AGSI, 2021). Από τη μία, η πτώση αυτή δικαιολογείται λαμβάνοντας υπόψη τις χαμηλές ενεργειακές απαιτήσεις των καλοκαιρινών μηνών. Από την άλλη, προκαλεί ανησυχία το γεγονός οι ποσότητες που δεν καταναλώνονται, παραμένουν ως επί το πλείστων ανεκμετάλλευτες επιφέροντας πληρότητα των δεξαμενών τη στιγμή που αφενός συνεχώς αυξάνεται η εισαγωγή τους και αφετέρου δεν αναδιανέμονται σωστά μεταξύ των κρατών της Ε.Ε. Τα κράτη, δηλαδή, της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης διαθέτουν πλεόνασμα ορυκτών καυσίμων, ενώ τα κράτη του Ευρωπαϊκού νότου (Ελλάδα, Ιταλία, Κύπρος) ζητούν περισσότερα ενόψει της χειμερινής περιόδου (Aggregated Storage Database, 2021).
Μεταβατικές πηγές ενέργειας: ο ρολος της λειτουργίας των πυρηνικών εργοστασίων
Από τα όσα έχουν διατυπωθεί κατανοεί κανείς πως μία μετάβαση από την υπερεξάρτηση στα ορυκτά καύσιμα στην ενεργειακή αυτονόμηση και τη χρήση αποκλειστικά και μόνο ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, προαπαιτεί ένα ενδιάμεσο στάδιο. Αυτό αντιπροσωπεύει η πυρηνική ενέργεια.
Μέχρι σήμερα, σύμφωνα με έρευνα του Multidisciplinary Digital Publishing Institute (MDPI), η πυρηνική ενέργεια αποτελεί τον πλέον αξιόπιστο αντικαταστάτη των ορυκτών καυσίμων όσον αφορά στην (υπερ)κάλυψη ενεργειακών απαιτήσεων. Χαρακτηριστικά παρατίθεται το γεγονός ότι με την κατάλληλη εκμετάλλευση των πλεονασμάτων ουρανίου που διαθέτει το υπέδαφος της υφηλίου (αλλά και των ενωσιακών κρατών), η Ε.Ε θα μπορούσε να διασφαλίσει ενεργειακή επάρκεια εκατοντάδων χιλιάδων ετών. Την ίδια στιγμή αποτελεί κοινό τόπο πως τα πυρηνικά εργοστάσια παράγουν, κυριολεκτικά, μηδενικές εκπομπές αερίων βλαβερών για το κλίμα και την ατμόσφαιρα (Alwaeli, M., & Mannheim, V. 2022). Επιπροσθέτως, οι εκροές τοξικών αποβλήτων των πυρηνικών εργοστασίων θεωρούνται αμελητέες καθότι σύμφωνα με το IAEA αντιπροσωπεύουν το 1/300 σε τόνους σε σχέση με τις ποσότητες καπνού και στάχτης που εξαπολύει στην ατμόσφαιρα ένα εργοστάσιο επεξεργασίας ορυκτών καυσίμων (30 τόνοι έναντι 300.000) (Nuclear Power and Climate Change | IAEA, n.d.).
Τα περισσότερα κράτη της Ε.Ε. ενημερώνονται συνεχώς για τα προαναφερθέντα επιστημονικά πορίσματα και για αυτό διατηρούν ακόμα δεκάδες πυρηνικά εργοστάσια σε πλήρη λειτουργία. Η Γαλλία κατέχει την πρώτη θέση με 56, η Ισπανία τη δεύτερη με 7, η Τσεχία και η Σουηδία την τρίτη με 6 η κάθε μία, και η Ελβετία μαζί με την Φινλανδία και την Ουγγαρία την τέταρτη με 4 εκάστη (Alwaeli, M., & Mannheim, V. 2022). Συνοψίζοντας, παρατηρεί κανείς πως τα ενωσιακά κράτη εκμεταλλεύονται αρκετά τα οφέλη της πυρηνικής ενέργειας.
Ωστόσο, μείζον πρόβλημα αποτελεί τόσο η δαπανηρή συντήρηση ενός πυρηνικού εργοστασίου, όσο και ο χρόνος που απαιτείται για την κατασκευή ενός νέου. Έτσι, αιτιολογείται και η έλλειψη τέτοιων μονάδων σε ελληνικό έδαφος και όχι μόνο.
Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας: Υποσχέσεις για ένα “πράσινο” μέλλον
Σε αντίθεση με τα πυρηνικά εργοστάσια η εκμετάλλευση της ηλιακής, της χερσαίας και υπεράκτιας αιολικής, της υδροηλεκτρικής και γεωθερμικής ηλεκτρικής ενέργειας είναι άμεση, μηδαμινού κόστους, αβλαβής για το περιβάλλον και πρόκειται για τον ιδεατό τύπο ενεργειακής παροχής στο θεματολόγιο της Ε.Ε.
Η “Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία” (European Green Deal) της Ένωσης με τα μέλη της στοχεύει στη μετουσίωση των διατυπώσεων που προαναφέρθηκαν σε απτή πραγματικότητα. Αναλυτικότερα, γίνεται λόγος για την απόλυτη εκμετάλλευση και στήριξη σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, όπως και για τη χρήση αυτών σε εθνικό επίπεδο με σκοπό να αντιπροσωπεύουν το 40% του ενεργειακού μείγματος μέχρι το 2030 (A European Green Deal, 2021).
Το σχέδιο αυτό έχει επεκταθεί παράλληλα και στην προσπάθεια των κρατών για εκμηδένιση των εκπομπών βλαβερών αερίων από την χρήση ορυκτών καυσίμων με στόχο το 2050, την παροχή επαρκούς ενέργειας για κάθε Ευρωπαίο πολίτη, όπως και τη διασφάλιση μιας σταθερούς ευρωπαϊκής οικονομίας που δεν θα επιβαρύνεται με τη χρηματοδότηση έργων για την κάλυψη υπέρογκων ενεργειακών απαιτήσεων. Η παρούσα Συμφωνία έχει ήδη επιτύχει σημαντικές ρυθμίσεις στον τομέα των χερσαίων και θαλάσσιων μεταφορών, στην ανάπτυξη και βελτίωση υποδομών που είναι φιλικές προς το περιβάλλον, όπως και στην ενίσχυση του πρωτογενούς τομέα παραγωγής με στόχο να δοθούν κίνητρα σε νέους ανθρώπους να εργαστούν στην ύπαιθρο. Ως αποτέλεσμα του τελευταίου, προκύπτει η αποσυμφόρηση των πόλεων και η επακόλουθη κάθαρση της ατμόσφαιρας από ζημιογόνους ρύπους (Wolf, 2021).
Εξέχον παράδειγμα εφαρμογής της Συμφωνίας αυτής υπήρξε η Ελλάδα, η οποία στις 7 Οκτωβρίου του 2022, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters και τον Ανεξάρτητο Διαχειριστή Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΑΔΜΗΕ), κατάφερε και ηλεκτροδότησε την επικράτειά της – για πρώτη φορά στην ιστορία της – για 5 αδιάλειπτες ώρες εκμεταλλευόμενη αποκλειστικά και μόνο ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (Reuters, 2022).
Έως τώρα έχει γίνει αντιληπτό πως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι το μέλλον. Ένα μέλλον το οποίο, όμως, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί άμεσο. Υπάρχει ακόμα έδαφος που πρέπει να καλυφθεί προκειμένου να φτάσουμε στο 2030 και 2050 και να κάνουμε λόγο για επίτευξη των ενεργειακών στόχων της Ε.Ε όπως και για την ενεργειακή αυτονομία της.
Απαντήσεις στα ενεργειακά ζητήματα
Μέχρι να έρθει εκείνη η στιγμή είναι απαραίτητο και μη αμελητέο η Ένωση να παράσχει εδώ και τώρα λύσεις, έτσι ώστε τα κράτη που την απαρτίζουν να σταθούν στα πόδια τους στον ενεργειακό και οικονομικό τομέα.
Βραχυπρόθεσμα, λοιπόν, το πλέον αποτελεσματικό – και πολλά υποσχόμενο – πλάνο της Ε.Ε. είναι το “REPowerEU”. Συνοπτικά, αυτό προβλέπει τη διαφοροποίηση των διεθνών προμηθευτών ορυκτών καυσίμων, την ενημέρωση των Ευρωπαίων πολιτών σχετικά με απλούς τρόπους εξοικονόμησης ενέργειας, καθώς και την άμεση χρηματοδότηση επιστημονικών ερευνών προκειμένου να ανακαλυφθούν καινοτόμοι και ταχείς τρόποι μετάβασης αναφορικά με τη χρήση αποκλειστικά και μόνο ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Πιο συγκεκριμένα, η Ε.Ε. προωθεί την κοινή αγορά υγροποιημένου φυσικού αερίου και υδρογονανθράκων των μελών της από τρίτα κράτη όπως η Ουκρανία, η Μολδαβία, η Γεωργία και οι χώρες των Δυτικών Βαλκανίων. Παράλληλα, δίνει προτεραιότητα στην αύξηση της παραγωγής βιομεθανίου με στόχο να μειωθούν οι εισαγωγές φυσικού αερίου κατά 17 εκατομμύρια κυβικά λίτρα. Εν κατακλείδι, στηρίζει με οικονομικούς όρους (πακέτα στήριξης) τα νοικοκυριά και προσβλέπει στην ανάπτυξη ενός δικτύου συνεργασίας με τρίτα κράτη, τα οποία θα είναι αφενός αξιόπιστα (πολιτικά και οικονομικά) και αφετέρου θα μοιράζονται τον κοινό στόχο παροχής πετρελαίου και φυσικού αερίου με όσο το δυνατόν χαμηλότερη περιεκτικότητα σε άνθρακα (REPowerEU: Affordable, Secure and Sustainable Energy for Europe, 2022) .
Μεσοπρόθεσμα, η Ένωση στρέφει το ενδιαφέρον της προς πάσα κατεύθυνση. Για παράδειγμα, τα κράτη-μέλη απαλλάσσονται -χάρη στις απαιτούμενες αδειοδοτήσεις- από κωλύματα στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, μιας και μέχρι πρότινος είχαν έλλειμμα υποδομών για παραγωγή και αποθήκευση ενέργειας προερχόμενη από τέτοιες πηγές, παρ’ όλο που έχουν χαρακτηριστεί ως χώρες χαμηλού ενεργειακού κινδύνου. Περαιτέρω, δίνεται κίνητρο σε ιδιωτικές και κρατικές άμεσες επενδύσεις για ολοκληρωμένο και προσαρμοσμένο δίκτυο διανομής φυσικού αερίου και ηλιακής ενέργειας εντός της Ένωσης. Την ίδια στιγμή διατυπώνονται προτάσεις από τους ιθύνοντες της Ένωσης για διευκόλυνση των βιομηχανιών στην πρόσβαση σε απαραίτητες πρώτες ύλες για την κάλυψη ενεργειακών αναγκών (A European Green Deal, 2021). Τέλος, καλό θα ήταν να μη λησμονεί κανείς τον σημαίνοντα ρόλο της πυρηνικής ενέργειας, καθώς για την ώρα το 30% με 40% της ηλεκτροδότησης της Ένωσης πραγματοποιείται μέσω αυτής. Το σημαντικότερο, επιπλέον, γεγονός στον κλάδο των πυρηνικών δε θα μπορούσε να μην αναφερθεί και αφορά στην παγκόσμια πρωτοπορία στον τομέα της πυρηνικής σύντηξης. Είναι πλέον αληθές πως επετεύχθη η ένωση πυρήνων με θετικό πρόσημο στο ισοζύγιο παραγωγής-κόστους θερμικής ενέργειας, στις 13 Δεκεμβρίου του 2022 από επιστήμονες πυρηνικής φυσικής στις Η.Π.Α. (Arena, n.d., Radiotileoptiki S.A. OPEN Digital Group 2022). Μέσα στις επόμενες δεκαετίες, η εμπορευματοποίηση αυτού του επιτεύγματος σε ευρεία κλίμακα θα μπορεί να θερμάνει κάθε Ευρωπαίο πολίτη και να παρέχει αδιάλειπτα αρκετό καύσιμο για οποιαδήποτε άλλη ανάγκη κάνοντας λόγο για ουσιαστική επίλυση του ενεργειακού προβλήματος.
Μακροπρόθεσμα, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να εναποθέσει όλες της τις ελπίδες σε ένα πρότζεκτ όπως το προαναφερθέν, του οποίου η επιτυχία ενέχει μεγάλο ρίσκο και είναι ομολογουμένως χρονοβόρο και κοστοβόρο. Παρά ταύτα διατηρεί μεγαλεπήβολα σχέδια. Σε αυτά συμπεριλαμβάνεται η αφοσίωση στην υλοποίηση των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού, η οποία μεταξύ άλλων δεσμεύει τα κράτη που την υπέγραψαν να διατηρούν τη θερμοκρασία του πλανήτη κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου. Παράλληλα, αποσκοπεί στο να σταματήσει σταδιακά η λειτουργία των εργοστασίων παραγωγής άνθρακα παγκοσμίως, αρχής γενομένης στο δεύτερο μισό του 21ου αιώνα (Paris Agreement, 2016). Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, η Ε.Ε. ενθαρρύνει τα μέλη της να παράγουν, κυριολεκτικά, μηδενικές εκπομπές αερίων που θα επιδεινώνουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου με χρονικό ορίζοντα το 2050. Την κατάσταση στην οποία θα βρίσκεται, τότε, η γηραιά ήπειρος ονομάζει η Ένωση ως: κλιματικά ουδέτερη (A European Green Deal, 2021). Ένα μεγάλο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση πραγματοποιήθηκε ήδη με το Ευρωπαϊκό Νομοθέτημα για το Κλίμα, το οποίο τέθηκε σε ισχύ από την 29η Ιουλίου του 2021, αφού προηγήθηκε η έγκρισή του από την Ε.Ε. στις αρχές του ίδιου έτους (Ευρωπαϊκό Νομοθέτημα Για Το Κλίμα, 2021). Η πράξη αυτή διασφαλίζει:Πρώτον, τη δημιουργία κατάλληλου συστήματος εποπτείας και υποστήριξης (European Scientific Advisory Board on Climate Change, n.d.) των εκάστοτε προγραμμάτων που θα αναπτύξει η Ένωση σε συνεργασία με τον Ε.Ο.Π. προκειμένου αυτή να φτάσει ένα βήμα πιο κοντά στην επίτευξη των στόχων της (European Environment Agency, n.d.). Δεύτερον, η μετάβαση στην κλιματικά ουδέτερη κατάσταση της Ευρώπης θα είναι μη αναστρέψιμη. Τρίτον, η παροχή προβλέψεων σχετικά με την κατάσταση της ευρωπαϊκής ενεργειακής αγοράς σε δυνητικούς επενδυτές και οικονομικούς δρώντες εν γένει, δίχως όμως να αποσαφηνίζεται ακόμη ο τρόπος με τον οποίο θα γίνει κάτι τέτοιο.
Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί πως η Ε.Ε. έλαβε σοβαρά υπόψη τη (θετική) γνώμη των πολιτών της μιας και ζήτησε ανατροφοδότηση από εκείνους μέσω πλατφόρμας στην οποία παρουσιάστηκε το νομοθέτημα πριν εγκριθεί και τεθεί σε ισχύ. Αυτό συνέβη στις αρχές του 2020, όποτε και ήταν η περίοδος υποβολής παρατηρήσεων.
Ανακεφαλαιώνοντας, η Ευρώπη βαδίζει με σταθερότητα προς το μέλλον που η ίδια έχει θέσει ως προτεραιότητα. Οι θεμέλιοι λίθοι έχουν τοποθετηθεί λαμβάνοντας υπ’ όψιν τόσο τα σχέδια και τις δράσεις τις οποίες η Ε.Ε. έχει αναλάβει, όσο και τη δημιουργία περαιτέρω πίεσης για ενεργειακή αυτονόμηση μέσα από την διακοπή παροχής φυσικού αερίου από τη Ρωσία προς τα ενωσιακά κράτη. Κύριος στόχος παραμένει η διαρκής προσήλωση σε αυτόν τον στόχο.
Για όσον καιρό η Ε.Ε. συνεχίζει να είναι πιστή στην υλοποίηση των εγχειρημάτων της όπως εκείνα στα οποία έγινε συνοπτική αναφορά παραπάνω, τότε δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας σχετικά με την ενεργειακή επάρκεια ηπείρου. Τέλος, ακριβής χρονολογία κατά την οποία η Ευρώπη θα είναι ενεργειακά αυτόνομη δεν μπορεί να δοθεί, όμως είναι ασφαλές να υποθέσουμε πως αυτό θα πραγματοποιηθεί από τα μέσα του τρέχοντος αιώνα και έπειτα.
Σημειωτέον, πως η υπόθεση αυτή παραμένει απλώς μια πρόβλεψη και μάλιστα υπάρχει η πιθανότητα (αλλά και η ελπίδα), να συμβούν όσα αναφέρθηκαν νωρίτερα, έτσι ώστε κάθε πολίτης της Ένωσης να είναι στο εγγύς μέλλον μέρος της “πράσινης” εποχής που ξεπροβάλλει στον ορίζοντα. Μέχρι τότε, η Ευρωπαϊκή Ένωση φροντίζει να αντιμετωπίζει με ρεαλισμό και αμεσότητα τα ζητήματα που έχει εμπρός της.
0 Σχόλια