22 Ιουλίου 1822: Αντιπερισπασμός με κόλπο του Κολοκοτρώνη



22 Ιουλίου 1822.

Οι Έλληνες που είχαν κλειστεί στο κάστρο του Άργους με έξοδο διαφεύγουν και γυρνούν στον Θ.Κολοκοτρωνη.
Ο αντιπερισπασμός του «ΓΕΡΟΥ» πέτυχε.

Τη 10η Ιουλίου μετά από μικρές συμπλοκές με τις εμπροσθοφυλακές του Δράμαλη, όταν εισήλθαν στο φρούριο, βρήκαν μόνο αλεύρι, αραποσίτι, ζάχαρη, ρύζι.
Ούτε νερό, ούτε ξύλα για φωτιά.
Μία ενετική στέρνα με λάσπη. Από τη λάσπη, τοποθετώντας τη στα μαντήλια τους, δρόσιζαν τη γλώσσα τους.
Τη δίψα μετρίαζε η πείνα, γιατί στην πραγματικότητα οι τροφές ήταν ελάχιστες.

Οι Τούρκοι κάλεσαν τους Έλληνες να προσκυνήσουν, αλλ’ ο Δ. Υψηλάντης απέκρουσε την πρόταση, αποπέμποντας τους απεσταλμένους.
Μετά απ’ αυτό η πολιορκία άρχισε πεισματώδης και συνεχίσθηκε μέρα και νύχτα.
Κατά πάγια τακτική οι Τούρκοι δεν άφηναν ανοικτά μέτωπα στα μετόπισθεν.
Οι Τούρκοι ανήγειραν γρήγορα οχυρώματα, ένα είδος λίθινης ζώνης, και από αυτά πυροβολούσαν τους πολιορκημένους.
Λόγω της ελλείψεως τροφών και κυρίως νερού αποφασίστηκε ορισμένοι να εξέλθουν.
Ήδη το σχέδιο του Αρχηγού ετίθετο σε πλήρη εφαρμογή με κατάληψη στρατηγικής σημασίας χώρων ενόψει της οπισθοχώρησης του Δράμαλη προς την Κόρινθο.

Έπειτα από επιτυχή αντιπερισπασμό του Πλαπούτα την 16η η 17η Ιουλίου εξήλθαν ο Υψηλάντης, ο Γιωργάκης Μαυρομιχάλης και ο Π. Κολοκοτρώνης. Έμειναν 350.
Το νερό αρκούσε για λίγες ημέρες.

Ο κλοιός στένευε διαρκώς γύρω από τους πολιορκουμένους, οι οποίοι «έκαναν σινιάλα» ζητώντας βοήθεια.

Το τουρκικό πυροβολικό, τοποθετημένο στο λόφο του προφήτη Ηλία, ΒΑ του Παλαιοκάστρου, έβαλλε συνεχώς.

Στις 20 Ιουλίου, εορτή του προφήτη Ηλία, ο Κολοκοτρώνης «έκραξε εις τους μύλους τους Αργίτικους» και εξέθεσε δια μακρών την κατάσταση.

Αποφασίστηκε νέα επίθεση, η οποία, παρά «τον κεραυνώδη πυροβολισμόν»,δεν έφερε το αναμενόμενο αποτέλεσμα.

Στις 22 και 23 του μηνός ο Κολοκοτρώνης, έπειτα από γόνιμη επανεκτίμηση, εφαρμόζει γενικευμένη επίθεση, «ολοτρόγυρα», όπως ο ίδιος λέει, σε μία προσπάθεια να φθάσουν οι ελληνικές δυνάμεις ως τα τείχη.

Οι πολιορκούμενοι, αφού έκαναν «φανό», αξιοποίησαν την ευκαιρία και εξήλθαν επιτυγχάνοντας να διασπάσουν τον κλοιό και να ενωθούν τις πρωινές ώρες με τους επιτιθέμενους.
Φαίνεται ότι και κάποια συνεννόηση είχε γίνει με τους πολιορκούντες αυτούς Αλβανούς, οι οποίοι και τη γλώσσα γνώριζαν και μερικοί απ’ αυτούς ήταν χριστιανοί.

Οι μαρτυρίες των ιστορικών της εποχής συμπίπτουν γενικά στο ότι ο αντιπερισπασμός υπήρξε επιτυχής και η έξοδος αβλαβής.

Το πρωί έτρεξαν όλοι προς το Κεφαλάρι, το οποίο, προς απελπισία τους, είχε στερέψει.
Ρίχτηκαν τότε στις μικρές λίμνες που υπήρχαν και εκεί έσβησαν την παρατεταμένη δίψα τους.
Το φαινόμενο της λειψυδρίας θεωρήθηκε κακός οιωνός για τους Έλληνες.

Το πρωί της 24ης Ιουλίου οι Τούρκοι εισήλθον στο φρούριο και μη ευρόντες τίποτε άξιο λόγου συνειδητοποίησαν την πλάνη τους. Από τους υπερασπιστές του φρουρίου μόνο ένας Έλληνας δεν μπόρεσε να εξέλθει.
Κατά τον Τρικούπη επρόκειτο για τον γενναίο πρόμαχο Αθ. Καρύγιαννη, ο οποίος ευρέθη κοιμώμενος κατά την ώρα της εξόδου.
Όταν ξύπνησε και είδε ότι ευρισκόταν ανάμεσα στους εχθρούς, τοποθέτησε στο κεφάλι του ένα κακάβι και προσποιούμενος τον παράφρονα διέλαθε της προσοχής των κατακτητών.

Ο Φωτάκος απορρίπτει με πλήθος επιχειρημάτων την άποψη αυτή και φαίνεται ότι έχει δίκιο.

Είναι έξω από κάθε λογική σε στιγμές σύγκρουσης ένας διακεκριμένος πολεμιστής, ο πρώτος φρούραρχος του κάστρου, να καταληφθεί κοιμώμενος.

Αυτός που παρέμεινε στο κάστρο δεν ήταν ο Αθ. Καρύγιαννης, αλλά ένας οπλίτης από το χωριό Βαμβακού της Λακεδαίμονος, ονόματι Λιναρδάκος, ο οποίος είχε τυφλωθεί τις προηγούμενες ημέρες από μπαρούτι που «κατά τύχη άναψε» κατά τη διάρκεια παρασκευής φυσεκίων.

Τις πληροφορίες του ο Φωτάκος αντλεί από πολεμιστές που κατάγονταν από το χωριό Βρέστενα και Βαμβακού, και που επιζούσαν κατά τη διάρκεια της συγγραφής του έργου του, όπως ο Αναγνώστης Σταυρόπουλος.

Ο Λιναρδής Παπαχριστοφίλου,όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, ήταν και ο μόνος που δεν κατάφερε να ακολουθήσει τους εξερχόμενους συμπολεμιστές του.

Οι Τούρκοι εισελθόντες στο φρούριο τον εφόνευσαν.
Αυτό συνάγεται από αίτηση των κληρονόμων του (20-6-1865) και πιστοποιητικό του οπλαρχηγού Π. Μπαρμπιτσιώτη.
Πηγή:ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ 1821.

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια