Η Ελληνοτουρκική Κρίση του 1987 και τα διδάγματά της




Η πολιτική κατάσταση στη Τουρκία 

Το 1987 η Τουρκία βρισκόταν ακόμα σε φάση «εξόδου» από τη στρατιωτική δικτατορία που είχε επιβληθεί μετά το πραξικόπημα του 1980. Ο πολιτικός έλεγχος είχε επιστρέψει σταδιακά σε πολιτικά κόμματα, αλλά ο τουρκικός στρατός παρέμενε ισχυρός παίκτης και καθοδηγητής της εθνικής πολιτικής, ειδικά σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και «εθνικών θεμάτων». Πρόεδρος ήταν ο Κενάν Εβρέν, ο αρχηγός του πραξικοπήματος του ’80. Πρωθυπουργός ήταν ο Τουργκούτ Οζάλ, φιλελεύθερος μεταρρυθμιστής, επικεφαλής του “Κόμματος της Μητέρας Πατρίδας” (ANAP). Είναι εντυπωσιακό και δείγμα σαφούς πολιτικού προσανατολισμού της Τουρκίας ότι ο κεμαλιστής Εβρέν διάλεξε έναν ισλαμιστή μεταρρυθμιστή για να οδηγήσει την Τουρκία στη μεταπολίτευση. Ο Οζάλ ενίσχυσε τις ισλαμικές τράπεζες, «το κεφάλαιο της Ανατολής» και τα ισλαμικά ιδρύματα εις βάρος του Κεμαλισμού.




Ο Ανδρέας Παπανδρέου με τον Οζάλ στο Νταβός το 1986 (πηγή)

Ο Οζάλ αποστασιοποιήθηκε από τον παραδοσιακό κεμαλικό κρατισμό, που είχε οικοδομήσει μεταπολεμικά ένα ισχυρό δημόσιο οικονομικό τομέα (κρατικές βιομηχανίες – KİT), προσανατολισμένο στη Δυτική Τουρκία, κυρίως γύρω από την Κωνσταντινούπολη, την Άγκυρα και τη Σμύρνη προωθώντας νεοφιλελεύθερες πολιτικές ακολουθώντας σε αυτό το θέμα τις εξελίξεις στη Δύση. Προώθησε τις εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις (τηλεπικοινωνίες, μεταφορές, ενέργεια), τις φορολογικές και τελωνειακές ελαφρύνσεις και την προσέλκυση επενδύσεων από το εξωτερικό. Παράλληλα, προώθησε την ελεύθερη αγορά και την εξαγωγική οικονομία.

Σε αυτή του τη πολιτική, στηρίχθηκε στο λεγόμενο «κεφάλαιο της Ανατολής», ήτοι νέες επιχειρηματικές ελίτ, κυρίως από την Ανατολία από πόλεις όπως τη Καϊσέρι[1], τη Κόνια[2] και το Γκαζιαντέπ, που είχαν παραδοσιακά παραμεριστεί από την κεμαλική ελίτ της Δύσης. Αυτοί οι επιχειρηματίες, με συντηρητικές-ισλαμικές αξίες, συνδέθηκαν με την άνοδο του λεγόμενου «πράσινου κεφαλαίου» (yeşil sermaye[3]). Ο Οζάλ στα εξωτερικά θέματα γνωρίζοντας ότι οι μεταρρυθμίσεις του θα δημιουργούσαν εσωτερικές αντιδράσεις, έθεσε ως στόχο την επίδειξη αποφασιστικότητας στο Αιγαίο.



Ο Κενάν Εβρέν (πηγή)

Η κρίση του 1987 συνέβη σε ένα μεταψυχροπολεμικό περιβάλλον όπου οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ένωση είχαν αρχίσει να αποκλιμακώνουν την ένταση. Η Ελλάδα και η Τουρκία ήταν μέλη του ΝΑΤΟ, και οι Αμερικανοί ήθελαν πάση θυσία να αποφύγουν μία ενδοσυμμαχική σύγκρουση. Η Σοβιετική Ένωση με τον Γκορμπατσόφ ήταν σε φάση μεταρρυθμίσεων (Γκλάσνοστ και Περεστρόικα), και είχε περιορισμένο ρόλο στην Ανατολική Μεσόγειο.

Η ελληνοτουρκική κρίση

Η κρίση ξέσπασε τον Μάρτιο του 1987, όταν η τουρκική κρατική εταιρεία πετρελαίου TPAO ανακοίνωσε την πρόθεση να διενεργήσει έρευνες για υδρογονάνθρακες κοντά στη Θάσο, σε περιοχή ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Η Τουρκία ανακοίνωσε την έξοδο του ερευνητικού σκάφους Σισμίκ Ι (πρώην Χόρα) για σεισμικές έρευνες κοντά στη Θάσο, σε θαλάσσιες ζώνες που η Αθήνα θεωρούσε ελληνική υφαλοκρηπίδα. Ο Έλληνας πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου αντέδρασε αποφασιστικά: διέταξε το Πολεμικό Ναυτικό να εμποδίσει με κάθε τρόπο τις τουρκικές έρευνες, ακόμη και βυθίζοντας το ερευνητικό, αν παραβίαζε περιοχές ελληνικού ενδιαφέροντος. Οι ένοπλες δυνάμεις και των δύο χωρών τέθηκαν σε κατάσταση συναγερμού και στο Αιγαίο αναπτύχθηκαν ισχυρές ναυτικές δυνάμεις εκατέρωθεν. Παρακάτω παρουσιάζονται οι Task Forces Ελλάδας και Τουρκίας, με τη σύνθεση, την αποστολή, τις περιοχές ανάπτυξής τους και τη συνολική στρατηγική που εξυπηρετούσαν.

Η εντολή προς την ελληνική Task Force ήταν ξεκάθαρη και αυστηρή: να αποτραπούν με κάθε μέσο οι τουρκικές έρευνες στην επίμαχη θαλάσσια περιοχή. Ο στόλος είχε εντολή να εμποδίσει το Σισμίκ πριν επιχειρήσει έρευνες στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, ει δυνατόν με μη βίαια μέσα, όπως παρενόχληση ή παρεμβολή πλοίων, αλλά και με χρήση βίας εάν κρινόταν αναγκαίο. Το δόγμα Παπανδρέου («Βυθίσατε το Χόρα» είχε πει ήδη από το 1976) εφαρμόστηκε de facto: οι κανόνες εμπλοκής προέβλεπαν ακόμα και βύθιση ή εμβολισμό του ερευνητικού πλοίου σε περίπτωση παραβίασης ελληνικών δικαιωμάτων. Με τον τρόπο αυτόν, το ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό ανέλαβε να περικυκλώσει διακριτικά την περιοχή όπου κινούνταν το τουρκικό σκάφος και να είναι έτοιμο να επέμβει άμεσα.

Η κύρια συγκέντρωση της ελληνικής δύναμης έγινε στο Βόρειο Αιγαίο, διότι εκεί επιχειρούσε το Σισμίκ. Από τις 4:00 το πρωί της 27ης Μαρτίου, τα ελληνικά πλοία άρχισαν να αποπλέουν από τον Ναύσταθμο Σαλαμίνας. Τις μεταμεσημβρινές ώρες της 27ης Μαρτίου, ελληνικά πολεμικά πλοία -ομάδα αντιτορπιλικών υπό τον Δεμέστιχα και τέσσερεις πυραυλάκατοι- ανέλαβαν την επιτήρηση της περιοχής των Β. Σποράδων, της Χαλκιδικής, της Λήμνου, της Ίμβρου, των Δαρδανελίων και των Ακτών της ΒΑ Ηπειρωτικής Ελλάδος. Η αποφασιστικότητα που έδειξε η ελληνική πλευρά, απέδωσε καρπούς: το Β. Αιγαίο άδειασε κυριολεκτικά από εμπορικά σκάφη, γεγονός που διευκόλυνε το έργο της επιτήρησης.



Η φρεγάτα Έλλη (πηγή: Πολεμικό Ναυτικό)

Ο υπόλοιπος Ελληνικός Στόλος εξαπλώθηκε σε καίρια σημεία: μέρος φρεγατών και ταχυπλόων ανέλαβε θέσεις στο κεντρικό και νότιο Αιγαίο (προστασία των Δωδεκανήσων και των Κυκλάδων), ενώ τουλάχιστον 8 υποβρύχια κινήθηκαν σε επιτηρήσεις γύρω από στρατηγικές εξόδους (όπως τα Δαρδανέλια). Επιπλέον, όλα τα διαθέσιμα βοηθητικά πλοία (πετρελαιοφόρα στόλου) διασκορπίστηκαν για ανεφοδιασμό, ενώ ενεργοποιήθηκαν και πλοία ναρκοθέτησης/ναρκαλιείας σε περίπτωση γενικευμένου πολέμου.

Ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ Πτέραρχος Νίκος Κουρής συντόνιζε το σύνολο των κινήσεων από το Εθνικό Κέντρο Επιχειρήσεων, ενώ ο Αρχηγός ΓΕΝ Ναύαρχος Λεωνίδας Βασιλικόπουλος ανέθεσε προσωπικά στον Πλοίαρχο Γρηγόριο Δεμέστιχα την αποστολή παρεμπόδισης του Σισμίκ. Ο Δεμέστιχας, ως διοικητής των αντιτορπιλικών, ηγήθηκε επί του πεδίου από το αντιτορπιλικό Σαχτούρης, ενώ ο Αντιπλοίαρχος Δημήτριος Κρυστάλλης (κυβερνήτης Λόγχης) και οι υπόλοιποι κυβερνήτες των εμπλεκόμενων πλοίων εκτέλεσαν τις εντολές με απόλυτη προσήλωση. Σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο, ο ίδιος ο πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου βρισκόταν σε συνεχή επικοινωνία με την ηγεσία (πραγματοποιώντας έκτακτες συσκέψεις στο Καστρί), έχοντας καταστήσει σαφές ότι αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη για μια δυναμική αντίδραση.

Ο Αρχηγός Στόλου Αντιναύαρχος Χρήστος Λυμπέρης προχώρησε σε ανάκληση προσωπικού και προετοιμασία των μονάδων του Πολεμικού Ναυτικού, χωρίς να περιμένει περαιτέρω εντολές. Είχε δρομολογήσει όλες τις απαραίτητες ενέργειες εντός ωρών από την ανακοίνωση της τουρκικής πρόθεσης, εξασφαλίζοντας ότι ο στόλος του θα βρισκόταν σε πλήρη ετοιμότητα μόλις δινόταν η πολιτική εντολή για αντίδραση. Αποτέλεσμα των ενεργειών του ήταν ότι ο χρόνος αντίδρασης του Στόλου ήταν πρακτικά μηδενικός.

Επίσης ο Αρχηγός Στόλου φρόντισε η έξοδος του Στόλου να γίνει οργανωμένα. Δηλαδή, τα πλοία απέπλεαν σε συγκροτημένες ομάδες, υπό τον κεντρικό έλεγχο και συντονισμό του ίδιου του Λυμπέρη, ώστε να αποφευχθεί χάος ή ασυνεννοησία κατά την ανάπτυξη. Ο ίδιος ο Λυμπέρης με το επιτελείο του επέβη στη φρεγάτα Έλλη, ώστε να διοικεί τον στόλο «εν πλω» κοντά στο θέατρο επιχειρήσεων. Ο συντονισμός και η ετοιμότητα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία της αντιμετώπισης της τουρκικής πρόκλησης.

Παράλληλα, η ελληνική κυβέρνηση έλαβε και πολιτικά μέτρα: ανεστάλη η λειτουργία της αμερικανικής βάσης επικοινωνιών στη Νέα Μάκρη (ώστε να δηλωθεί η δυσαρέσκεια προς το ΝΑΤΟ για τη στάση του) και ο Υπουργός Εξωτερικών Κάρολος Παπούλιας στάλθηκε στη Σόφια για διαβουλεύσεις, δείχνοντας ότι η Ελλάδα αναζητούσε στήριξη ακόμη και σε χώρες του Συμφώνου της Βαρσοβίας.



Το αντιτορπιλικό Λόγχη (πρώην USS Hall, πηγή)

Τα τουρκικά πολεμικά πλοία που συνόδευαν το Σισμίκ ήταν το αντιτορπιλικό TCG Adatepe και η κανονιοφόρος TCG Akhisar. Είναι βέβαιο ωστόσο ότι υπήρχαν και άλλα πολεμικά πλοία έτοιμα προς απόπλου. Η τουρκική Task Force είχε διττή αποστολή: αφενός να πραγματοποιήσει τις προαναγγελθείσες σεισμικές έρευνες στην επίμαχη περιοχή (προβολή της θέσης ότι το Αιγαίο δεν αποτελεί αποκλειστική ελληνική λίμνη), αφετέρου να επιδείξει στρατιωτική παρουσία που θα διασφάλιζε το ερευνητικό σκάφος από ενδεχόμενη ελληνική παρεμβολή. Χαρακτηριστικά, ο Τούρκος πρωθυπουργός Οζάλ δήλωσε τότε: «Αν η Ελλάδα παρέμβει στο σκάφος μας με οποιονδήποτε τρόπο […] θα αντιδράσουμε με τον ίδιο τρόπο […] Αυτό μπορεί να αποτελέσει αιτία πολέμου». Η δήλωση αυτή υπογράμμιζε ότι η τουρκική τακτική ήταν η προσεκτική κλιμάκωση.

Η Άγκυρα ήθελε να εμποδίσει την Ελλάδα από το να εκμεταλλευτεί μονομερώς πιθανά κοιτάσματα (όπως αυτά της Θάσου) και να επαναφέρει το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Παράλληλα, τέσταρε τα όρια αντίδρασης της Ελλάδας. Αν η Ελλάδα ανεχόταν τις έρευνες, θα κέρδιζε έδαφος η τουρκική θέση. Αν όμως η Ελλάδα αντιδρούσε δυναμικά (όπως και έγινε), η Τουρκία θα προσπαθούσε να μην εμφανιστεί ως επιτιθέμενη.

Τελικά η αποφασιστικότητα της Ελλάδος κέρδισε. Ο Πρόεδρος Εβρέν δήλωσε ότι θα κάνει το παν για να αποφύγει ο τουρκικός λαός μια νέα πολεμική περιπέτεια. Ο Οζάλ, σε συνέντευξή του στο BBC, ανακοίνωσε πως το Σισμίκ δεν θα συνέχιζε αν και η Ελλάδα δεν εμπλεκόταν σε έρευνες. Τελικά, το τουρκικό ερευνητικό αποσύρθηκε χωρίς να πραγματοποιήσει ουσιαστικές έρευνες, επιτρέποντας στην Άγκυρα να ισχυριστεί ότι δεν υποχώρησε από τις θέσεις της, αλλά απέφυγε τον πόλεμο.

Συμπεράσματα

Από την παραπάνω κρίση είναι δυνατόν να εξαχθούν χρήσιμα επιχειρησιακά διδάγματα. Η Ελλάδα εφάρμοσε τη στρατηγική της αντιπρόσβασης σε όλα τα επίπεδα από το πολιτικο-στρατηγικό επίπεδο μέχρι το τακτικό. Είναι ουσιώδες η πολιτική ηγεσία να έχει δώσει από την αρχή σαφείς στόχους και να αναλαμβάνει την πολιτική ευθύνη για την οποιαδήποτε εξέλιξη. Επιπρόσθετα, η ελληνική κυβέρνηση προώθησε την αντιπρόσβαση και με πολιτικά μέσα εμπλέκοντας ακόμη και το Σύμφωνο της Βαρσοβίας.

Έγινε έγκαιρη ανάπτυξη και διασπορά των ελληνικών ναυτικών δυνάμεων, δόθηκαν σαφείς και απλές διαταγές από τη Στρατιωτική Ηγεσία, ενώ ορίστηκε Τακτικός Διοικητής (Δεμέστιχας) με πλήρη ελευθερία για την εκτέλεση του καθήκοντός του (αρχή της αποκεντρωμένης διοίκησης).

Με λίγα λόγια, η Ελλάδα εμφάνισε ενιαία και σταθερή στάση απέναντι στον αναθεωρητικό γείτονα, με το κάθε επίπεδο διοίκησης να αναλαμβάνει εργασίες που ανήκουν αποκλειστικά στο επίπεδό του. Η πολιτική ηγεσία έθεσε τους στρατηγικούς στόχους, η στρατιωτική τους επιχειρησιακούς, ενώ ο Τακτικός Διοικητής δρούσε απερίσπαστος στο πεδίο.

Όσο αφορά στην Τουρκία, αυτό που πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας είναι ότι στις εξωτερικές υποθέσεις δεν υπάρχει διαφορά στόχευσης μεταξύ ισλαμιστών και κεμαλικών. Κεντρική θέση στη τουρκική ιδεολογία κατέχει η ανασύσταση της «οθωμανικής πατρίδας» (vatan). Σε περιόδους εσωτερικής κρίσης ωστόσο, μεγαλώνουν οι πιθανότητες έντασης στο Αιγαίο καθώς αμφότεροι, ισλαμιστές και κεμαλιστές, θέλουν να φανούν στον τουρκικό λαό «βασιλικότεροι του βασιλέως» στην προάσπιση των συμφερόντων της χώρας τους στο εξωτερικό.



Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια