Η γεωπολιτική επέκταση και επικράτηση ενός κράτους έναντι ενός άλλου, συνδέεται άρρηκτα με την ηγεμονική δύναμη της εκάστοτε χώρας να βρίσκεται σε ακριβώς αυτή τη θέση για κατάκτηση.
Αν η ηγεμονία αποτελεί τη μόνη σταθερά στο σύστημα, με τον οικονομικό παράγοντα να ακολουθεί, οι κυρίαρχοι παίκτες βρίσκονται σε μια διαρκή διαμάχη επικράτησης και κατάκτησης ο ένας έναντι του άλλου για το ρόλο του περιφερειακού ηγεμόνα. Ωστόσο, παρόλο που στο άναρχο διεθνές περιβάλλον είναι εύλογο τα κράτη να δράττονται των ευκαιριών που προκύπτουν για να αυξήσουν την ισχύ τους, η παγκόσμια ηγεμονία είναι αδύνατη, όπως αποδείχτηκε από τους δύο παγκόσμιους πολέμους του 20ου αιώνα, παγιδεύοντας το διεθνές σύστημα σε ένα φαύλο κύκλο επιδερμικής ή βραχυπρόθεσμης ηγεμονίας.
Οριοθετώντας το σύστημα, θα μπορούσαμε να το περιγράψουμε με συγκεκριμένες περιοχές, οιονεί η Ευρώπη, η Ανατολική Ασία, το Δυτικό ημισφαίριο, κ.ά. Η γεωγραφική αυτή πληθώρα, έτσι, καθιστά αδύνατη τη διάκριση ενός και μοναδικού ηγεμόνα που υπερτερεί γεωγραφικά, εξαιτίας της δυσκολίας προβολής ισχύος και επικράτησης μεταξύ ωκεανών.
Η εντυπωσιακή οικονομική ανάπτυξη της Κίνας μέσα σε λίγες δεκαετίες και η διαρκώς αυξανόμενη κόντρα της με την ως τώρα υπερδύναμη των ΗΠΑ, περιγράφει ένα ψυχρό ανταγωνισμό μεταξύ των δύο.
Παρακολουθούμε έτσι ένα γεωπολιτικό «σκάκι» προσπάθειας για κυριαρχία, όπου η προσεκτική επιλογή στρατηγικών «επιθέσεων» από και προς την Κίνα και τις ΗΠΑ έχει επιπτώσεις που απλώνονται στα γειτονικά κράτη της Κίνας, κάνοντας λόγο για την επικράτηση στον Ειρηνικό.
Οι μελετητές του νεορεαλισμού (ή δομικού ρεαλισμού), και συγκεκριμένα του επιθετικού ρεαλισμού, θεωρούν ότι μέσω αυτού ερμηνεύεται με μεγαλύτερη ακρίβεια η διεθνής συμπεριφορά της Κίνας.
Δίνοντας έμφαση στο αίσθημα της ανασφάλειας, ελλείψει επαρκών επιθετικών ικανοτήτων, η πρόθεση της κάθε χώρας εστιάζει στη συγκέντρωση ισχύος για τη βελτιστοποίηση των μελλοντικών της επιχειρήσεων. Στην περίπτωση της Κίνας, το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αφορά την υιοθέτηση ενός ειρηνικού δόγματος ανάπτυξης, με την προώθηση των διεθνών θεσμών ειρήνης, σταθερότητας και ευημερίας.
Για κάποιους μελετητές όμως, όπως ο Mearsheimer, όταν η Κίνα φτάσει τα οικονομικά επίπεδα ανάπτυξης των ΗΠΑ θα επιδιώξει την κυριαρχία στην περιοχή της Ασίας-Ειρηνικού, αμφισβητώντας την υπάρχουσα αμερικανική ισχύ στην περιφέρεια και διογκώνοντας το υφιστάμενο χάσμα μεταξύ Ιαπωνίας, Ρωσίας και Ινδίας αποβλέποντας τελικά στην κυριαρχία του δυτικού ημισφαιρίου.
Η υψηλή κινεζική στρατηγική στράφηκε στην θάλασσα μετά την πτώση της ΕΣΣΔ, δημιουργώντας μια περίτεχνη και ανθεκτική στο χρόνο στρατηγική, επιδιώκοντας την επανένωση με την Ταϊβάν και την υπερίσχυση σε νησιά και περιοχές με αμφισβητούμενη κυριαρχία.
Η στρατηγική αυτή των «24 χαρακτήρων» διασφαλίζει την αίσια χρήση των θαλάσσιων οδών μέσω δύο νοητών αλυσίδων (η πρώτη εκτείνεται από το τη Νότια Κορέα έως τη Μαλαισία και η δεύτερη από την Ιαπωνία έως την Ινδονησία), περικλειοντας στην ουσία το δυτικό Ειρηνικό. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο ότι, ανεξαρτήτως του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ, η στρατηγική επιλογή της Κίνας είναι η αδρή ενίσχυση της άμυνάς της.
Σε αυτό το σημείο χρειάζεται να σημειώσουμε πως οι δυνατότητες του κινεζικού ναυτικού είναι πιο περιορισμένες σε σχέση με αυτές του δυτικού, γεγονός που ώθησε την Κίνα να αναπτύξει διμερείς σχέσεις με γειτονικά κράτη στα χερσαία της σύνορα, αποφεύγοντας συνοπτικά ανεπιθύμητες διενέξεις που θα την εξέθεταν αμυντικά.
Μεγάλο ενδιαφέρον κρύβει η τακτική της ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής της Κίνας, ήδη από το 1997, που δεν υποχωρεί στις εξωτερικές πιέσεις και δεν συμμαχεί με κανέναν, αλλά αναπτύσσει σχέσεις σύμφωνα με τις «Πέντε Αρχές Ειρηνικής Συνύπαρξης».
Υπό αυτό το πρίσμα, εφαρμόζει μια διττή πολιτική στις διμερείς της σχέσεις. Με γειτονικά της κράτη, όπως η Ιαπωνία και οι Φιλιππίνες -σύμμαχοι και βασικοί εταίροι των ΗΠΑ στις περιοχές αυτές-, ακολουθεί μια σκληροπυρηνική πολιτική επίδειξης ισχύος στο βαθμό που η Κίνα έχει σκόπιμα κλιμακώσει τις μεταξύ τους διαφορές για να αναπτερώσει το status quo της σε παγκόσμιο επίπεδο.
Με άλλα κράτη ωστόσο, όπως η Μαλαισία και το Μπρουνέι, που ανήκουν στην Νότια Κινεζική Θάλασσα και για καιρό απέφευγαν τον ανταγωνισμό με την Κίνα, η τελευταία επιλέγει να έχει σχέσεις συνεργασίας στο πλαίσιο της «καλής γειτνίασης».
Στην ίδια κατηγορία ανήκει και το Βιετνάμ όπου, παρά τις εντάσεις του 2013, η Κίνα δείχνει την εκτίμησή της για τη συνεχή συνεργασία τους σε θέματα πολιτικής και πολιτισμού. Πάντως, η κατάσταση της περιφερειακής πολιτικής στα νοτιοανατολικά ασιατικά κράτη μαρτυρά πως αυτά ήταν παραδοσιακά σύμμαχοι των ΗΠΑ, από φόβο για συμβιβασμό της ίδιας τους της αυτονομίας και πως ούτως ή άλλως, έχοντας απαλλαχθεί από το αίσθημα απειλής των ΗΠΑ, τις αντιμετωπίζουν σαν ένα «φράχτη» προστασίας από την κινεζική απειλή.
Μάλιστα, σε δημοσκόπηση που πραγματοποιήθηκε το 2013, η πλειονότητα των γειτονικών κρατών της Κίνας (Ιαπωνία, Φιλιππίνες, Ινδονησία, Μαλαισία και Ν. Κορέα) θεωρεί σχεδόν σίγουρη μια μελλοντική διένεξη μαζί της. Απόρροια αυτού είναι η κινεζική επιθυμία πλήρους αποδόμησης της αμερικανικής εικόνας και επιρροής στην Ασία, παίζοντας ένα παιχνίδι επιβράβευσης και τιμωρίας στους υποστηρικτές και μη των πολιτικών του Πεκίνου.
Οι βλέψεις της Κίνας στον Ειρηνικό είναι γνωστές, αφού η εμπορική σχέση της με τα νησιά του Ειρηνικού, η παροχή βοήθειας και η διπλωματική και οικονομική δραστηριότητα σε αυτά, ενισχύεται σταθερά από το 2006.
Οι φιλοδοξίες της για την επικράτηση στον Ειρηνικό ήρθαν ξανά εμφανώς στην επιφάνεια το Μάρτιο του 2022, όταν διέρρευσε ένα προσχέδιο της μυστικής συμφωνίας ασφαλείας, που παραχωρούσε πρόσβαση στον κινεζικό στρατό και την αστυνομία στα Νησιά του Σολομώντα, σοκάροντας τόσο την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία, και τις ΗΠΑ, όσο και τους παραδοσιακούς συμμάχους των Νήσων (στον τομέα ασφαλείας) στα όρια του Ειρηνικού.
Το αν η Κίνα αποτελεί δύναμη ή απειλή εξαρτάται άμεσα από τις προθέσεις της ίδιας, η οποία διαθέτει τον μεγαλύτερο πληθυσμό στην Ασία, η οικονομία της υπερτερεί εκείνης των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας και διοικεί μια έκταση ίσης των ΗΠΑ.
Για να κατανοήσουμε έτσι τις στρατηγικές προθέσεις της Κίνας, χρειάζεται αφενός να κατανοήσουμε το στρατηγικό της δόγμα και αφετέρου την αντίληψη που η ίδια έχει για το status quo της. Ιστορικά και σε περιόδους σύρραξης, τα νησιά του Ειρηνικού έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στον έλεγχο του ανεφοδιασμού και την πρόσβαση, χάρη στη γεωγραφική τους ιδιότητα.
Οι κινεζικές προθέσεις στον Ειρηνικό ποικίλουν, αλλά καταλήγουν στο ίδιο σημείο∙ διπλωματικά, στόχος είναι η διασφάλιση της ψήφου στήριξης στην κινεζική πλευρά από τα νησιά του Ειρηνικού στις διασκέψεις του ΟΗΕ, αφού η ψήφος την αφορά ιδιαίτερα σε θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και κρατών όπως της Ταϊβάν, του Θιβέτ, της Σινγιάνγκ, του Χονγκ Κονγκ και της Νότιας και Ανατολικής Κινεζικής Θάλασσας (λ.χ. η επίσκεψη του Υπουργού Εξωτερικών της Κίνας Wang Yi με τους αρχηγούς κρατών του Ειρηνικού κατάφερε την επίσημη αναγνώριση της πολιτικής «One China» και της Ταϊβάν ως μέρος της Κίνας).
Το βήμα αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τις σινο-αμερικανικές σχέσεις, αφού, όταν το 1979 οι ΗΠΑ αναγνώρισαν την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και από-αναγνώρισαν την Δημοκρατία της Κίνας (Ταϊβάν), όρισαν την Κίνα ως τη «μόνη νόμιμη κυβέρνηση», χωρίς ωστόσο περαιτέρω σαφήνεια για την ανεξαρτησία της Ταϊβάν, αφήνοντας «στην τύχη του» τον ένατο μεγαλύτερο εμπορικό τους εταίρο.
Η δυσπιστία της Κίνας στα ανεπτυγμένα κράτη είναι βαθιά ριζωμένη από τις αρχές ίδρυσης του κομμουνιστικού καθεστώτος το 1949, αποβλέποντας έτσι στην εφαρμογή στρατηγικής πίεσης σε αυτά μέσω της ανάπτυξης στενών δεσμών με αναπτυσσόμενα κράτη.
Τα νησιά το Ειρηνικού αποτελούν ένα στρατηγικό στόχο για εμπορικές δραστηριότητες εφάμιλλες του προτύπου «South-South Cooperation», δηλαδή συνεργασία μεταξύ αναπτυσσόμενων κρατών στο Νότο (παγκοσμίως), με σκοπό την ανταλλαγή γνώσης και δεξιοτήτων, αλλά και την εφαρμογή πρωτοβουλιών για την στήριξη συγκεκριμένων περιοχών σε τομείς όπως η αγροτική ανάπτυξη, η υγεία, τα ανθρώπινα δικαιώματα, κ.ά.
Η σημασία του Ειρηνικού για την Κίνα, κρύβει κι ένα άλλο στοιχείο βαρύτητας: την ασφάλεια. Ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός της Κίνας, έχοντας ως στόχο τη διάλυση των δύο θαλάσσιων αλυσίδων (συμπεριλαμβανομένων και νησιών του Ειρηνικού), αποτελεί μια απειλή για την Κίνα, η οποία θεωρεί ότι αυτή η κίνηση υποσκάπτεται από την αμερικανική πλευρά, δίνοντας συνάμα νέα έκταση στη συμφωνία Κίνας-Νήσων Σολομώντα. Κι ενώ ο οικονομικός ανταγωνισμός για την επικράτηση στον Ειρηνικό φαίνεται μόνο να εντείνεται, η Κίνα επιδιώκει τη σύναψη περιφερειακής συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου και ασφάλειας με δέκα κράτη του νοτίου Ειρηνικού, στην προσπάθεια ελέγχου της περιοχής.
Οι διπλωματικές πιέσεις του Πεκίνου είναι αισθητές στη Δύση, με πολλές χώρες να μη κρύβουν τη δυσαρέσκειά τους για την εξέλιξη των γεγονότων, ενώ η κατάσταση στις σινο-αμερικανικές σχέσεις είναι εύθραυστη, ιδιαίτερα με την πιθανή επίσκεψη της κας Ν. Πελόζι στην Ταϊβάν.
Το κυβερνώμενο κράτος έχει δημοκρατικά διεκδικηθεί από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Κίνας εδώ και καιρό ως μέρος της επικράτειάς της και, έχοντας επανειλημμένα υποσχεθεί (το ίδιο) την «επανένωση» με το νησί των 24 εκατομμυρίων ανθρώπων, και με την βία αν χρειαστεί, παρόλο που δεν την έχουν κυβερνήσει ποτέ πραγματικά.
Βέβαια, αφού τα κράτη μπορούν να αλλάξουν συμμάχους, αλλά όχι γείτονες, είναι εύλογο ότι πολλές χώρες της Ασίας, παρά τη στήριξή τους στις πολιτικές των ΗΠΑ, παραμένουν απρόθυμοι στην υιοθέτηση μιας ξεκάθαρης στάσης στο ζήτημα Ουάσιγκτον-Πεκίνο, ή αποφεύγουν τις διαφωνίες με την κινεζική πολιτική.
Το μόνο σίγουρο είναι πως η σκληρή προσπάθεια της Κίνας για την εδραίωση και ανάπτυξη μιας στενής σχέσης με τα νησιά του Ειρηνικού και η αντιμετώπιση αυτών ως ίσων οικονομικών εταίρων, προσφέροντάς τους το «όνειρο» εισαγωγής στην κινεζική αγορά, δεν είναι κινήσεις τυχαίες, αλλά μοιάζει μάλλον με Δούρειο Ίππο.
Συντακτική Ομάδα Parousiaste
0 Σχόλια